- ἀετοφόρος
- ἀετοφόρος, ὁ,A standard-bearer, = Lat.aquilifer, Plu.Caes.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αετοφόρος — (aetophorus). Ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβίδων. Το σώμα τους είναι πολύ μικρό και φτάνει μόλις τα 0,6 έως 0,7 εκ. Ζουν κοντά σε έλη και κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Είναι έντομα νυχτόβια και φυτοφάγα. * *… … Dictionary of Greek
ἀετοφόρον — ἀετοφόρος standard bearer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀετοφόρων — ἀετοφόρος standard bearer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
αητοφόρος — ἀητοφόρος, ον (Μ) ο αετοφόρος* … Dictionary of Greek